μπορώ , I can , potere

Present (Ενεστώτας)

μπορώ/μπορείς/μπορεί/μπορούμε/μπορείτε/μπορούν(ε)

Imperfect (Παρατατικός)

μπορούσα/μπορούσες/μπορούσε/μπορούσαμε/μπορούσατε/μπορούσαν(ε)

Aorist (Αόριστος)

μπόρεσα/μπόρεσες/μπόρεσε/μπορέσαμε/μπορέσατε/μπόρεσαν

Present Perfect (Παρακείμενος)

έχω μπορέσει/έχεις μπορέσει/έχει μπορέσει/έχουμε μπορέσει/έχετε μπορέσει/έχουν μπορέσει

Pluperfect (Υπερσυντέλικος)

είχα μπορέσει/είχες μπορέσει/είχε μπορέσει/είχαμε μπορέσει/είχατε μπορέσει/είχαν μπορέσει

Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)

θα μπορώ/θα μπορείς/θα μπορεί/θα μπορούμε/θα μπορείτε/θα μπορούνε/

Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)

θα μπορέσω/θα μπορέσεις/θα μπορέσει/θα μπορέσουμε/θα μπορέσετε/θα μπορέσουνε

Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)

θα έχω μπορέσει/θα έχεις μπορέσει/θα έχει μπορέσει/θα έχουμε μπορέσει/θα έχετε μπορέσει/θα έχουν μπορέσει

Conditional

θα μπορούσα/θα μπορούσες/θα μπορούσε/θα μπορούσαμε/θα μπορούσατε/θα μπορούσαν(ε)

Subjunctive Present

να μπορώ/να μπορείς/να μπορεί/να μπορούμε/να μπορείτε/να μπορούνε

Subjunctive Aorist

να μπορέσω/να μπορέσεις/να μπορέσει/να μπορέσουμε/να μπορέσετε/να μπορέσουν(ε)

Subjunctive Perfect

να έχω μπορέσει/να έχεις μπορέσει/να έχει μπορέσει/να έχουμε μπορέσει/να έχετε μπορέσει/να έχουν μπορέσει

Imperative Present

--/μπορείτε

Imperative Aorist

μπόρεσε/μπορέστε

Infinitive (Απαρέμφατο)

μπορέσει

Present Participle

μπορώντας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

You are learning Greek and need help with Greek verbs? The conjugation of Greek verbs isn't longer a problem, thanks to these pages.