Present (Ενεστώτας)
καπνίζω/καπνίζεις/καπνίζει/καπνίζουμε/καπνίζετε/καπνίζουν(ε)
Imperfect (Παρατατικός)
κάπνιζα/κάπνιζες/κάπνιζε/καπνίζαμε/καπνίζατε/καπνίζαν(ε)
Aorist (Αόριστος)
κάπνισα/κάπνισες/κάπνισε/καπνίσαμε/καπνίσατε/κάπνισαν(ε)
Present Perfect (Παρακείμενος)
έχω καπνίσει/έχεις καπνίσει/έχει καπνίσει/έχουμε καπνίσει/έχετε καπνίσει/έχουν καπνίσει
Pluperfect (Υπερσυντέλικος)
είχα καπνίσει/είχες καπνίσει/είχε καπνίσει/είχαμε καπνίσει/είχατε καπνίσει/είχαν καπνίσει
Future Continuous (Εξακολουθητικός Μέλλοντας)
θα καπνίζω/θα καπνίζεις/θα καπνίζει/θα καπνίζουμε/θα καπνίζετε/θα καπνίζουν(ε)
Future simple (Στιγμιαίος Μέλλοντας)
θα καπνίσω/θα καπνίσεις/θα καπνίσει/θα καπνίσουμε/θα καπνίσετε/θα καπνίσουν(ε)
Future Perfect (Συντελεσμένος Μέλλοντας)
θα έχω καπνίσει/θα έχεις καπνίσει/θα έχει καπνίσει/θα έχουμε καπνίσει/θα έχετε καπνίσει/θα έχουν καπνίσει
Conditional
θα κάπνιζα/θα κάπνιζες/θα κάπνιζε/θα καπνίζαμε/θα καπνίζατε/θα καπνίζαν(ε)
Subjunctive Present
να καπνίζω/να καπνίζεις/να καπνίζει/να καπνίζουμε/να καπνίζετε/να καπνίζουν(ε)
Subjunctive Aorist
να καπνίσω/να καπνίσεις/να καπνίσει/να καπνίσουμε/να καπνίσετε/να καπνίσουν(ε)
Subjunctive Perfet
να έχω καπνίσει/να έχεις καπνίσει/να έχει καπνίσει/να έχουμε καπνίσει/να έχετε καπνίσει/να έχουν καπνίσει
Imperative Present
κάπνιζε/καπνίζετε
Imperative Aorist
κάπνισε/καπνίστε
Infinitive (Απαρέμφατο)
καπνίσει
Present Participle
καπνίζοντας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου